«Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Ἰωάννη Ρώσε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.»
Ἕνα συγκλονιστικὸ Θαῦμα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου στὸ Γιωργάκη, ποὺ συνέβη πρὶν μερικὰ χρόνια!
«Δῶσ’ μου τὸ χέρι σοῦ Γιωργάκη, ἀνέβα στ’ ἄλογό μου, εἶμαι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀπὸ τὴν Ρωσία μ’ ἔστειλε ὁ Κύριος νὰ σοῦ μεταφέρω την χάρη Του καὶ τὴν θεραπευτικὴ Τοῦ δύναμη.»
Σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο Νοσοκομεῖα παίδων τῆς Ἀθήνας ἡ μάνα νύχτα-μέρα βρίσκεται στὸ προσκέφαλο τοῦ παιδιοῦ της ποὺ τὸ μετέφεραν ἐπειγόντως ἀπὸ τὴν Πάτρα, γιατί ἡ χρόνια πάθησή του, παράλυση τῶν κάτω ἄκρων (ὁ φάκελός του ἔχει ὅλες τὶς ἔρευνες, τὰ ἐργαστηριακὰ ἀποτελέσματα) ἐπιδεινώθηκε τὶς τελευταῖες ἡμέρες. Στὸ Νοσοκομεῖο ὅπως ἐπὶ χρόνια ἐπαναλαμβάνεται ἡ μόνιμη γνωστὴ θεραπεία (λείπει ἀσβέστιο ἀπὸ τὸν ὀργανισμὸ τοῦ παιδιοῦ).
Ἕνα ἀπόγευμα ποὺ ὁ ἥλιος ἔγερνε καὶ οἱ λιγοστὲς ἀκτῖνες του φώτιζαν τὸ δωμάτιο τοῦ Νοσοκομείου, ἡ μάνα θυμήθηκε ποὺ πήγαινε σὲ ἐξωκκλήσι τῆς Παναγίας, ψηλὰ ἔξω ἀπ’ τὴν Πάτρα καὶ προσευχόταν ἀνάβοντας τὰ καντηλάκια, πότε μὲ τὸ σύζυγό της, πότε μὲ τὰ παιδιά. Ὁ νοῦς της πλανιέται στὸ ἐξωκκλήσι. Νοερὰ προσεύχεται:
«Παναγία μου, -Μάνα γλυκειὰ ποὺ πόνεσες, βοήθησέ μου τὸ παιδί. Παναγιά μου, στεῖλε μου ἕναν ἅγιο, δὲς τὸ καϋμένο μου πὼς παλεύει στὴ ζωὴ νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του. Βοήθησε τὸ πονεμένο μου παλικαράκι».
-Μητέρα, τί λές, μὲ ποιόν μιλᾶς;
-Γιωργάκη παιδί μου, θυμᾶσαι ποὺ διάβαζες στὰ θρησκευτικά σου πὼς ὁ Κύριος μᾶς ὅταν ζοῦσε ἐκεῖ στὴν Παλαιστίνη, γιάτρεψε δαιμονισμένους, ἄνοιξε τὰ μάτια σὲ τυφλούς, σήκωσε παράλυτους καὶ περπάτησαν, ἀνάστησε νεκρούς;
Πές του, Γιωργάκη μου, καὶ σὺ ποὺ εἶσαι καλὸ παιδὶ καὶ σὲ ἀκούει, πές του νὰ σὲ κάνει ὁ Χριστούλης μας καλά. Τ’ ἀνήμπορο παιδὶ μὲ τὸ ἀθῶο βλέμμα του κοιτάζει τὴ μάνα του, τὸν ἥλιο ποὺ πάει νὰ βασιλέψει, κοιτάζει ψηλά, τὸ βλέμμα του χάνεται στοὺς οὐρανούς.
Μεσάνυχτα περασμένα ὁ Γιωργάκης βλέπει στ’ ὄνειρό του ἕναν ὡραῖο καβαλάρη μ’ ἕνα γερὸ περήφανο ἄλογο. Σταματάει μπροστά του καὶ τοῦ λέει:
-Σήκω πάνω Γιωργάκη, δῶσε ἕνα σάλτο, ἀνέβα στ’ ἄλογό μου!
-Μὰ ἐγὼ εἶμαι παράλυτος, τὰ πόδια μου δὲν μὲ σηκώνουν νὰ μὲ κρατήσουν ὄρθιο.
-Δῶσ’ μου τὸ χέρι σοῦ Γιωργάκη, ἀνέβα στ’ ἄλογό μου, εἶμαι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀπὸ τὴν Ρωσία μ’ ἔστειλε ὁ Κύριος νὰ σοῦ μεταφέρω την χάρη Του καὶ τὴν θεραπευτικὴ Τοῦ δύναμη!
Ὁ μικρὸς παλεύει μισοξυπνημένος, ξυπνάει ἡ μάνα του καὶ πιάνει τὸ παιδὶ νὰ μὴν τῆς πέσει ἀπὸ τὸ κρεββάτι.
-Μητέρα, πιάσε με, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀπὸ τὴ Ρωσία μου εἶπε νὰ σηκωθῶ.
Τὸ πρωὶ ὅταν τὸ νυχτερινὸ προσωπικὸ εἶπε στὸν καθηγητὴ πὼς τὸ παράλυτο παιδὶ ἀπὸ τὴν Πάτρα περπάτησε τὴ νύχτα, μὲ τὸ σφυράκι στὰ χέρια χτυπάει τὰ γόνατα τοῦ παιδιοῦ, τσιμπάει μὲ βελόνα τὰ πόδια καὶ ἀντιδρᾶ σωστὰ ὁ ὀργανισμός. Πηγαίνετε, λέει ὁ καθηγητής, ἔχει νὰ κάνει ὁ Θεὸς μαζί σας.
Πηγὴ ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Βίος καὶ νέα Θαύματα τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου»
Ἕνα συγκλονιστικὸ Θαῦμα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου στὸ Γιωργάκη, ποὺ συνέβη πρὶν μερικὰ χρόνια!
«Δῶσ’ μου τὸ χέρι σοῦ Γιωργάκη, ἀνέβα στ’ ἄλογό μου, εἶμαι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀπὸ τὴν Ρωσία μ’ ἔστειλε ὁ Κύριος νὰ σοῦ μεταφέρω την χάρη Του καὶ τὴν θεραπευτικὴ Τοῦ δύναμη.»
Σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο Νοσοκομεῖα παίδων τῆς Ἀθήνας ἡ μάνα νύχτα-μέρα βρίσκεται στὸ προσκέφαλο τοῦ παιδιοῦ της ποὺ τὸ μετέφεραν ἐπειγόντως ἀπὸ τὴν Πάτρα, γιατί ἡ χρόνια πάθησή του, παράλυση τῶν κάτω ἄκρων (ὁ φάκελός του ἔχει ὅλες τὶς ἔρευνες, τὰ ἐργαστηριακὰ ἀποτελέσματα) ἐπιδεινώθηκε τὶς τελευταῖες ἡμέρες. Στὸ Νοσοκομεῖο ὅπως ἐπὶ χρόνια ἐπαναλαμβάνεται ἡ μόνιμη γνωστὴ θεραπεία (λείπει ἀσβέστιο ἀπὸ τὸν ὀργανισμὸ τοῦ παιδιοῦ).
Ἕνα ἀπόγευμα ποὺ ὁ ἥλιος ἔγερνε καὶ οἱ λιγοστὲς ἀκτῖνες του φώτιζαν τὸ δωμάτιο τοῦ Νοσοκομείου, ἡ μάνα θυμήθηκε ποὺ πήγαινε σὲ ἐξωκκλήσι τῆς Παναγίας, ψηλὰ ἔξω ἀπ’ τὴν Πάτρα καὶ προσευχόταν ἀνάβοντας τὰ καντηλάκια, πότε μὲ τὸ σύζυγό της, πότε μὲ τὰ παιδιά. Ὁ νοῦς της πλανιέται στὸ ἐξωκκλήσι. Νοερὰ προσεύχεται:
«Παναγία μου, -Μάνα γλυκειὰ ποὺ πόνεσες, βοήθησέ μου τὸ παιδί. Παναγιά μου, στεῖλε μου ἕναν ἅγιο, δὲς τὸ καϋμένο μου πὼς παλεύει στὴ ζωὴ νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του. Βοήθησε τὸ πονεμένο μου παλικαράκι».
-Μητέρα, τί λές, μὲ ποιόν μιλᾶς;
-Γιωργάκη παιδί μου, θυμᾶσαι ποὺ διάβαζες στὰ θρησκευτικά σου πὼς ὁ Κύριος μᾶς ὅταν ζοῦσε ἐκεῖ στὴν Παλαιστίνη, γιάτρεψε δαιμονισμένους, ἄνοιξε τὰ μάτια σὲ τυφλούς, σήκωσε παράλυτους καὶ περπάτησαν, ἀνάστησε νεκρούς;
Πές του, Γιωργάκη μου, καὶ σὺ ποὺ εἶσαι καλὸ παιδὶ καὶ σὲ ἀκούει, πές του νὰ σὲ κάνει ὁ Χριστούλης μας καλά. Τ’ ἀνήμπορο παιδὶ μὲ τὸ ἀθῶο βλέμμα του κοιτάζει τὴ μάνα του, τὸν ἥλιο ποὺ πάει νὰ βασιλέψει, κοιτάζει ψηλά, τὸ βλέμμα του χάνεται στοὺς οὐρανούς.
Μεσάνυχτα περασμένα ὁ Γιωργάκης βλέπει στ’ ὄνειρό του ἕναν ὡραῖο καβαλάρη μ’ ἕνα γερὸ περήφανο ἄλογο. Σταματάει μπροστά του καὶ τοῦ λέει:
-Σήκω πάνω Γιωργάκη, δῶσε ἕνα σάλτο, ἀνέβα στ’ ἄλογό μου!
-Μὰ ἐγὼ εἶμαι παράλυτος, τὰ πόδια μου δὲν μὲ σηκώνουν νὰ μὲ κρατήσουν ὄρθιο.
-Δῶσ’ μου τὸ χέρι σοῦ Γιωργάκη, ἀνέβα στ’ ἄλογό μου, εἶμαι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀπὸ τὴν Ρωσία μ’ ἔστειλε ὁ Κύριος νὰ σοῦ μεταφέρω την χάρη Του καὶ τὴν θεραπευτικὴ Τοῦ δύναμη!
Ὁ μικρὸς παλεύει μισοξυπνημένος, ξυπνάει ἡ μάνα του καὶ πιάνει τὸ παιδὶ νὰ μὴν τῆς πέσει ἀπὸ τὸ κρεββάτι.
-Μητέρα, πιάσε με, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀπὸ τὴ Ρωσία μου εἶπε νὰ σηκωθῶ.
Τὸ πρωὶ ὅταν τὸ νυχτερινὸ προσωπικὸ εἶπε στὸν καθηγητὴ πὼς τὸ παράλυτο παιδὶ ἀπὸ τὴν Πάτρα περπάτησε τὴ νύχτα, μὲ τὸ σφυράκι στὰ χέρια χτυπάει τὰ γόνατα τοῦ παιδιοῦ, τσιμπάει μὲ βελόνα τὰ πόδια καὶ ἀντιδρᾶ σωστὰ ὁ ὀργανισμός. Πηγαίνετε, λέει ὁ καθηγητής, ἔχει νὰ κάνει ὁ Θεὸς μαζί σας.
Πηγὴ ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Βίος καὶ νέα Θαύματα τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου»